Σαν σήμερα και εβδομήντα εφτά χρόνια πίσω, η Αθήνα ήτανε στο πόδι. Ήταν Πέμπτη, 12 του Οκτώβρη 1944.
Ο ΕΛΑΣ απελευθερώνει την Αθήνα από τους ναζί κατακτητές. Οι 1.264 μέρες σκλαβιάς στο φασισμό είχαν πια τελειώσει.
Εκτός από μέρες γιορτής για το λαό της Αθήνας, ήταν και μέρες μάχης, αφού οι ναζί εγκαταλείποντας την πρωτεύουσα της χώρας σκόπευαν να μην αφήσουν τίποτα όρθιο. Ακόμα και στις τελευταίες στιγμές τους ως κατακτητές, συνέχιζαν την εγκληματική τους δράση. Την ίδια μέρα (12 Οκτώβρη) δινόταν η μάχη για να σωθούν η στρατιωτική αποθήκη στους Αγ. Αναργύρους (μέχρι σήμερα στην κεντρική πλατεία των Αγίων Αναργύρων υπάρχει η προτομή του συνεργάτη των Γερμανών ναζί – κατοχικού κοινοτάρχη Ιωάννη Μέρλα) και η Ραδιοφωνία, που οι Γερμανοί σχεδίαζαν να ανατινάξουν. Μια μέρα μετά, στις 13 Οκτώβρη, δίνεται με επιτυχία από τον ΕΛΑΣ η Μάχη της Ηλεκτρικής στο Κερατσίνι, για να σωθεί το εργοστάσιο από την ανατίναξη, αφού οι φασίστες το είχαν ζώσει με εκρηκτικά για να βυθίσουν στο σκοτάδι την πρωτεύουσα.
Ο κατακτητής δεν είχε προλάβει ακόμα να εκκενώσει την πόλη κι ο λαός από τις συνοικίες, τα εργοστάσια, τα σχολεία, τα υπουργεία, τα καταστήματα, ήταν ήδη στο δρόμο. Σύνταγμα, Πανεπιστημίου, Σταδίου, Ακαδημίας, το Ζάππειο, η Ομόνοια, μια λαοθάλασσα τα ‘χει πλημμυρίσει όλα. Οι ναζί φεύγουν ηττημένοι, ο λαός γιορτάζει τη νίκη του.
Πού βρέθηκαν τόσες σημαίες, γαλανόλευκες και κόκκινες… Πανό, τεράστια πανό, του ΕΑΜ και του ΚΚΕ, υψωμένα και συνθήματα για μια νέα Ελλάδα, με το λαό να κάνει κουμάντο, ν’ ακούγονται από παντού. Ψηλά στο βράχο της Ακρόπολης, οι μαχητές του ΕΛΑΣ κατέβασαν τη γερμανική σημαία για να υψώσουν στη θέση της την ελληνική.
Στο χάραμα της μέρας, η πρώτη έκδοση του «Ριζοσπάστη» δεν έχει ακόμα την είδηση, την προαναγγέλλει: «Ο «Ρίζος» στο Κέντρο», έγραφε ένα από τα θέματα της πρώτης του σελίδας και πληροφορούσε πως η εφημερίδα του ΚΚΕ είχε διακινηθεί την προηγούμενη μέρα, για πρώτη φορά, στο κέντρο της πρωτεύουσας και είχε γίνει ανάρπαστη.
Η δεύτερη έκδοση ήταν έκδοση της Απελευθέρωσης και κυκλοφόρησε λίγο μετά την αποχώρηση των γερμανικών στρατευμάτων.
«Ώρα έντεκα π.μ. – Η ΛΕΥΤΕΡΙΑ ΦΤΕΡΟΥΓΙΖΕΙ ΠΑΝΩ ΑΠ’ ΤΗΝ ΑΘΗΝΑ ΜΑΣ – Οι Γερμανοί εκκενώνουν οριστικά την πρωτεύουσα – Ο Γερμανός διοικητής και όλο το στρατηγείο του Λυκαβηττού ανεχώρησαν – Η Αθήνα κηρύχτηκε ανοχύρωτη», είναι οι τίτλοι της πρώτης σελίδας.
Και στις εσωτερικές σελίδες αναφέρει: «Πριν φύγουν και οι τελευταίοι Ούννοι, ο λαός ξεχύθηκε με σημαίες και ζητωκραυγές στους δρόμους. Απ’ το Πανεπιστήμιο, απ’ τις τράπεζες, απ’ όλα τα κέντρα οι τηλεβόες του ΕΛΑΣ σαλπίζουν το χαρμόσυνο μήνυμα. Οι συνοικίες σε παραλήρημα ενθουσιασμού ετοιμάζονται για το μεγάλο γιορτασμό. Στο μνημείο του Αγνώστου Στρατιώτη αντιπροσωπείες του ΕΑΜ – ΕΛΑΣ κατέθεσαν στεφάνι. Έξαλλος από τον ενθουσιασμό ο συγκεντρωμένος κατά χιλιάδες λαός ζητωκραύγαζε. Δακρύζοντας οι πολίτες αγκάλιαζε ο ένας τον άλλο.
Ο προδότης Ράλλης δημοσίευσε νόμο με την παραίτησή του. Θα δώσει – λέει – λόγο για τις πράξεις του. Ανυπόμονος ο λαός περιμένει να δικάσει τον εγκληματία.
Η γερμανική σημαία κατέβηκε απ’ την Ακρόπολη και τα τελευταία γερμανικά τμήματα έφυγαν το πρωί απ’ την Αθήνα».
Το ρεπορτάζ
Την ίδια μέρα, ο «Ριζοσπάστης» φιλοξενεί ένα σύντομο σχόλιο για την απελευθέρωση με τίτλο «ΧΑΙΡΕ Ω ΧΑΙΡΕ ΛΕΥΤΕΡΙΑ!».
Γράφει:
«Χρόνια παλεύαμε νάρθης. Αιματοποτισμένοι οι δρόμοι μας, γεμάτα τα νεκροταφεία μας. Γκρεμισμένα τα σπίτια μας, χτικιό στα στήθη μας και κουρέλια σκεπάζουν το κορμί μας, μα κοίτταξέ μας φτερουγίζομε, λάμπομε! Η περηφάνεια λάμπει σαν φωτοστέφανος στων αγωνιστών τα κούτελα. Είμαστε εμείς που νικήσαμε τη σκλαβιά! Εμείς που σπάσαμε τις αλυσίδες! Εμείς που χύσαμε το αίμα μας! Εμείς που θα σε ξαναχτίσομε Ελλάδα Λεύτερη! Ανεξάρτητη, λαοκρατούμενη. Χωρίς τυράννους και τυραννίες. Χωρίς φασίστες και διχτάτορες. Ένας λεβέντικος λαός γιορτάζει σήμερα τη νίκη του. Η μεγάλη ηρωική καρδιά της Ελλάδας, η Αθήνα μας Αναστήνεται».
Το αναλυτικό ρεπορτάζ δίνει τις λεπτομέρειες: «Σε κάθε γωνιά βουίζουν τα χωνιά. Κι η Αθήνα που έμαθε ν’ ακούει στη φωνή τους το κάλεσμα στην αντίσταση και στον αγώνα, τρέχει τώρα ν’ ακούσει την πρόσκληση στο γιορτασμό και στη χαρά. Ανεβασμένοι στ’ αυτοκίνητα ρίχνουν οι ΕΑΜίτες τα συνθήματα που τ’ αρπάζει με μια φωνή ο κόσμος και τα κάνει βουή και σάλπισμα για να φτάσουν απ’ άκρη σ’ άκρη της Ελλάδας: Κανένα άσυλο στους προδότες! Λευτεριά – Λαοκρατία!
Απ’ τον εξώστη του Μετοχικού ακούγεται η φωνή του ΚΚΕ. Χιλιάδες είναι ο κόσμος που κρέμεται απ’ τα χείλια του ομιλητή. Ατέλειωτες ζητωκραυγές σκεπάζουν το λόγο του. Μα κανείς δε φεύγει. Ολοι περιμένουν να τους μιλήσει ακόμη το Κόμμα τους, το Κόμμα του λαού, που πρώτο σήκωσε τη σημαία της αντίστασης, της ενότητας και της λευτεριάς, που στάθηκε πάντα μπρος, έδωσε αμέτρητα τα θύματά του κι οδήγησε το λαό στη Νίκη.
Απ’ το Σύνταγμα ξεπροβάλλουν οι τροχιοδρομικοί. Βαγόνια κατάφορτα, στολισμένα με συνθήματα, σημαίες και λουλούδια. Κι η θριαμβευτική κραυγή της Ελλάδας αντηχεί ατέλειωτη: ΕΑΜ – ΚΚΕ.

ΕΛΑΣίτες περνούν σ’ αυτοκίνητα και μοτοσικλέτες. Ακράτητος ο κόσμος τούς κυκλώνει: «Ζήτω ο Λαϊκός Στρατός! Ζήτω ο Στρατός της Λευτεριάς μας!». Το δίκοχο του ΕΛΑΣίτη, όπου εμφανιστεί, ξεσηκώνει θύελλα ενθουσιασμού.
Μπροστά στο Πανεπιστήμιο βουερή θάλασσα ο κόσμος. Οι φοιτητές μας, που πρώτοι στους πρώτους ακολούθησαν το σύνθημα της αντίστασης, μεταδίνουν τη φλόγα τους, την πίστη, τον ενθουσιασμό τους. Κι όταν ο ομιλητής θυμίζει τα θύματα που με το τίμιο αίμα τους πότισαν τη Λευτεριά, όλο το πλήθος γονατίζει. Επιβλητικό αντηχεί το πένθιμο εμβατήριο: Πέσατε θύματα, αδέρφια εσείς…».
Την επομένη της Απελευθέρωσης, την Παρασκευή 13 Οκτώβρη 1944, η εφημερίδα κυκλοφόρησε, μετά από χρόνια κατατρεγμών, σε χιλιάδες αντίτυπα.
Ο «Ρ» στο ρεπορτάζ με τίτλο «ΛΕΥΤΕΡΙΑ! ΛΕΥΤΕΡΙΑ! Η ΑΘΗΝΑ ΓΙΟΡΤΑΖΕΙ», ανάμεσα στα άλλα έγραφε:

«Χάθηκε το βρωμερό κουρέλι του φασισμού απ’ την Ακρόπολη. Τούτο το σύνθημα περίμενε η Αθήνα. Η μπαρουτοκαπνισμένη Αθήνα, που γνώρισε την πείνα και το βόλι του κατακτητή, το στιλέτο του προδότη, η αδάμαστη Αθήνα, που τρία χρόνια πάλεψε, ξεχύθηκε ζωντανή ανθρωποθάλασσα να διαλαλήσει τη Νίκη, να γιορτάσει τη Λευτεριά της. Πέντε λεφτά φτάσανε για να κολυμπήσει όλη η πόλη στο γαλάζιο. Για ν’ ανέβουν οι ΕΠΟΝίτες στα καμπαναριά και ν’ αντηχήσουν χαρούμενα οι καμπάνες. Διαδηλώσεις, που πρώτη φορά βλέπει η Αθήνα, ξεχύνονται από παντού. Από το Σύνταγμα ως την Ομόνοια ένα ρεύμα είναι ο κόσμος. Γελούν, δακρύζουν, αγκαλιάζονται.
Λευ-τε-ρω-θή-κα-με !
Νι-κή-σα-με !
Και πάνω απ’ όλα, μια φωνή που αγκαλιάζει όλη την Αθήνα, που κλείνει όλους τους σκληρούς τρίχρονους αγώνες, όλη την πίστη στη λευτεριά, όλη τη χαρά της Νίκης:
Ε-Α-Μ ! Ε-Α-Μ !
Ανεβασμένοι στ’ αυτοκίνητα, ρίχνουν οι ΕΑΜίτες τα συνθήματα, που τ’ αρπάζει με μια φωνή ο κόσμος και τα κάνει βουή και σάλπισμα για να φτάσουν απ’ άκρη σ’ άκρη της Ελλάδας. Κανένα άσυλο στους προδότες! Λευτεριά – Λαοκρατία!
Από τον εξώστη του Μετοχικού ακούγεται η φωνή του ΚΚΕ. Χιλιάδες είναι ο κόσμος που κρέμεται από τα χείλια του ομιλητή. Ατελείωτες ζητωκραυγές σκεπάζουν το λόγο του. Μα κανείς δε φεύγει. Όλοι περιμένουν να τους μιλήσει ακόμα το κόμμα τους, το κόμμα του λαού που πρώτο σήκωσε τη σημαία της αντίστασης, της ενότητας και της λευτεριάς, που στάθηκε πάντα μπρος, έδωσε αμέτρητα τα θύματά του κι οδήγησε το λαό στη Νίκη.
Κι η θριαμβευτική κραυγή, η κραυγή της Ελλάδας, αντηχεί ατέλειωτη, ΕΑΜ – ΚΚΕ.
ΕΛΑΣίτες περνούν σ’ αυτοκίνητα και μοτοσικλέτες. Ακράτητος ο κόσμος τους κυκλώνει: Ζήτω ο Λαϊκός Στρατός! Ζήτω ο Στρατός της Λευτεριάς μας! Το δίκοχο του ΕΛΑΣίτη, όπου εμφανιστεί, ξεσηκώνει θύελλα ενθουσιασμού.
(…) το πένθιμο εμβατήριο αντηχεί από χιλιάδες στόματα που υπόσχονται πίστη στον αγώνα, το τελικό τσάκισμα του Φασισμού και τη Λαοκρατία (…)».

