Το πρωί της Κυριακής 3 Δεκέμβρη του 1944, ο «Ριζοσπάστης» κυκλοφόρησε, έχοντας στην κορυφή της πρώτης του σελίδας το κάλεσμα του ΕΑΜ για το μεγάλο συλλαλητήριο που θα γινόταν εκείνη τη μέρα. «Όλοι σήμερα στις 11 στο συλλαλητήριο του ΕΑΜ στο Σύνταγμα – Κάτω η κυβέρνηση του εμφυλίου πολέμου! Εμπρός για κυβέρνηση ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΗΣ Εθνικής Ενότητας!», ήταν οι πρώτες τυπωμένες φράσεις της εφημερίδας, που έπεφταν αμέσως στα μάτια του αναγνώστη.
Στη δεύτερη σελίδα, υπό τον τίτλο «Αποφάσεις της Κεντρικής Επιτροπής του ΕΑΜ», ο αναγνώστης διάβαζε εν συντομία το πολιτικό στίγμα των ημερών: «Απηχώντας τη γενική απαίτηση του ελληνικού λαού να προστατευθούν οι ελευθερίες του, να εξασφαλιστεί η ομαλή δημοκρατική εξέλιξη της χώρας, να συλληφθούν όλοι οι προδότες και οι δοσίλογοι, να πέσει η κυβέρνηση του εμφυλίου πολέμου και να σχηματιστεί κυβέρνηση πραγματικής εθνικής ενότητας, η Κεντρική Επιτροπή του ΕΑΜ, σε έκτακτη χθεσινοβραδινή συνεδρίασή της, πήρε τις πιο κάτω αποφάσεις: 1. Να απευθύνει έκκληση στις Κυβερνήσεις των Συμμάχων Μ. Βρετανίας, Σοβιετικής Ένωσης και Αμερικής. 2. Να οργανωθεί παλλαϊκή συγκέντρωση στην πλατεία Συντάγματος σήμερα στις 11 το πρωί, όπου θα μιλήσουν εκπρόσωποι των ΕΑΜικών κομμάτων. 3. Να οργανωθεί και να κηρυχθεί παλλαϊκή απεργία για τη Δευτέρα 4 Δεκέμβρη. 4. Να ανασυγκροτηθεί η Κεντρική Επιτροπή του ΕΛΑΣ».
Ειδικά για την τελευταία απόφαση, στην πρώτη σελίδα της εφημερίδας, υπό τον τίτλο «Ανασυγκροτήθηκε η ΚΕ του ΕΛΑΣ», υπήρχε η εξής είδηση: «Στη χθεσινή της συνεδρίαση η Κεντρική Επιτροπή του ΕΑΜ αποφάσισε την ανασυγκρότηση της Κεντρικής Επιτροπής του Ελληνικού Λαϊκού Απελευθερωτικού Στρατού (ΕΛΑΣ). Η Κεντρική Επιτροπή του ΕΛΑΣ ανέλαβε την ανώτατη διοίκηση των δυνάμεων του ΕΛΑΣ και της Εθνικής Πολιτοφυλακής ολόκληρης της χώρας»
Ανταποκρινόμενοι στο κάλεσμα του ΕΑΜ, από νωρίς το πρωί, χιλιάδες κόσμου άρχισαν να συρρέουν στις προσυγκεντρώσεις, που είχαν καθοριστεί σε κάθε λαϊκή συνοικία της Αθήνας και του Πειραιά. Σύντομα, τα δεκάδες ρυάκια λαού συνέκλιναν σε μια τεράστια λαοθάλασσα με κατεύθυνση την πλατεία Συντάγματος.
Καθώς η κεφαλή της πορείας πλησίαζε την πλατεία, οι αστυνομικές δυνάμεις, που ήταν παραταγμένες μπροστά στο κτήριο του Αρχηγείου της Αστυνομίας (γωνία Πανεπιστημίου & Βασιλίσσης Σοφίας), άνοιξαν πυρ στο άοπλο πλήθος. Οι πυροβολισμοί πύκνωσαν από διάφορες κατευθύνσεις σκορπώντας το θάνατο:
21 νεκροί και 140 τραυματίες ο απολογισμός της θρασύδειλης αυτής επίθεσης.

Η λαϊκή μάζα υποχώρησε. Όταν όμως κόπασαν τα πυρά και δόθηκε το σήμα από την οργανωτική επιτροπή του συλλαλητηρίου, ξεχύθηκε και πάλι με ορμή ανακαταλαμβάνοντας την πλατεία.
Στις 14:30 το Α’ ΣΣ του ΕΛΑΣ εξέδωσε «Διαταγή επιχειρήσεων» για τον αφοπλισμό των αστυνομικών τμημάτων και της Χωροφυλακής, ενώ το ίδιο βράδυ τμήματα της Ορεινής Ταξιαρχίας κινήθηκαν και εγκαταστάθηκαν στα Παλιά Ανάκτορα, το Μετοχικό Ταμείο Στρατού και το Πανεπιστήμιο.
Ο Βρετανός πρωθυπουργός Τσόρτσιλ, από τη μεριά του, πίεζε τον στρατηγό Ουίλσον (ανώτατο αρχηγό των χερσαίων συμμαχικών δυνάμεων Μεσογείου) να αποσπάσει δυνάμεις από το Ιταλικό μέτωπο και να τις αποστείλει άμεσα στην Αθήνα: «Είμαι βέβαιος», τόνιζε σε σχετικό του τηλεγράφημα, «ότι βλέπετε την κατάσταση με στενό πνεύμα. Καταστροφή στην Ελλάδα λόγω ελλείψεως λίγων Ταγμάτων θα ήταν λυπηρό πράγμα και θα είχε συνέπειες σε μεγάλη κλίμακα. Η καταστροφή στην Αθήνα δεν ισοσταθμίζεται με την κατάληψη της Μπολώνιας.»

Στο βιβλίο του «Ο μεγάλος Δεκέμβρης» ο Μενέλαου Λουντέμη, γράφει:
«Και ξημέρωσε η 3 του Δεκέμβρη. Τρεις του Δεκέμβρη!
Όποιος έζησε στις 3 του Δεκέμβρη, στις 4 μπορούσε να πεθάνει.
Ο προορισμός του ανθρώπου, που είναι: να κάνει κάτι μεγάλο ή να ζήσει κάτι μεγάλο, εκπληρώνεται. Γιατί ο λαός, ο Αθηναϊκός λαός, κείνη τη μεγάλη μέρα αποκαλύφθηκε μπροστά στο ίδιο του το μεγαλείο.
Η μέρα αποβραδίς ήτανε βροχερή. Ήτανε μια νύχτα βαριά από γεγονότα. Ο λαός είχε οχτώ χρόνια να πει: «Θα γίνει το δικό μου!» Οι δολοφόνοι τροχίζανε τα σπαθιά τους, ο λαός ετοίμαζε τη φωνή του.
Αύριο θα μιλήσουμε κι οι δυο. Είναι χιλιάδες χρόνια τώρα που η φωνή του λαού ακούεται, φτάνει να μην είναι παράφωνη.
Όλοι κοιμηθήκαμε σίγουροι και αποφασισμένοι. Ούτε στιγμή από κανενός το μυαλό δεν πέρασε ο δισταγμός. Ούτε στιγμή δεν ταλαντεύτηκε η ψυχή.
– Αύριο λοιπόν.
Ήτανε μια νύχτα που στα σπλάχνα της επώαζε τη θύελλα. Μέσα στους δρόμους της ψυχής άρχιζαν υπόκωφοι οι βρυχηθμοί του ανήμερου εκείνου θηρίου, που λέγεται «προδομένος άνθρωπος». Ο Λαός είναι λίμνη, δεν είναι ωκεανός, όμως αλλοί στον που θα την ταράξει. Πρέπει νάναι ή τρελός ή κακούργος. Κι αλλοίμονο! ο δικός μας ήταν κι απ’ τα δυο.
Όμως ας ξαναγυρίσουμε στη νύχτα, σ’ αυτή τη νύχτα του μεγάλου διλήμματος.
Στους κρύους δρόμους κυλούσαν ύπουλες οι σκιές του κακού.
Ένας ψηλός ολέθριος άνθρωπος σηκώθηκε να πάει στο κρεβάτι του γράφοντας πάνω στο φάκελο της συνείδησής του τη λέξη Σφαγή.
Όλη τη νύχτα έβρεχε. Η ψυχή ήταν μουσκεμένη από ιδρώτα και δάκρυα.
Ολονυχτίς οι καμπάνες χτυπούσαν το σηκωμό του γένους. «Η πατρίδα σε κίνδυνο». Ολονυχτίς. Αύριο θα κατεβαίναμε όλοι, γιατί όλοι ήμασταν σύμφωνοι κι όλοι αδικημένοι. Την άλλη μέρα κλείσανε όλες οι πόρτες, τα παράθυρα, οι φάμπρικες κι ένας άνθρωπος κατέβηκε μέσα στην Αθήνα και τη γιόμισε. Ήταν 3 χιλιάδων χρόνων (όσο ήταν και η αδικία).
Ήταν ήρεμος, αποφασιστικός. Είχε μια ολύμπια αταραξία και σιγουριά.
Πέρασε. Και στους δρόμους έμειναν τ’ αχνάρια του σαν αντίλαλοι απ’ την παντοδύναμη σιωπή. Περπάτησε με τα βήματα των προγονικών του θεών και ηρώων.
Μέσα στη φάτνη της ψυχής έσπαζαν μια – μια οι πόρτες της μνήμης. Όσο όξος τον πότισαν οι προαιώνιοι δυνάστες, όσα λογχίσματα του δώσανε οι μισθοφόροι δούλοι. Ο άνθρωπος μ’ όσες φορεσιές και μ’ όσα χρώματα φόρεσε πάνω στη γη ο προλύτης, ο κάφρος, ο πληβείος, ο δουλοπάροικος.. με το χιτώνα, με τη μπλούζα, με την κελεμπία, με τη φέρμελη. Όλος ο άνθρωπος που έπασχε σ’ όλα τα κλίματα και τους καιρούς βρήκε τη φωνή του στις τρεις ακριβώς του Δεκέμβρη του 1944 μέσα στους δρόμους της Αθήνας.
Λευτεριά ή θάνατος!
Οι φονιάδες είχαν αποφασίσει αποβραδίς: «Θάνατος!»

Είκοσι μερόνυχτα, οι Εγγλέζοι και οι δούλοι τους κόλλησαν απάνω σε μια ημερομηνία: «10 του Δεκέμβρη». Και σε μια λέξη «αφοπλισμός». Ο προτέκτορας πήγαινε με τα νερά του Λαού. Τον αποκοίμιζε με την ισοπολιτεία και τη «Λαοκρατία» του.
Την 1 του Δεκέμβρη αδιάντροπα, απροειδοποίητα, δίνοντας μια κλωτσιά στα προσχήματα, φανερώνει ολόκληρο τον αποτρόπαιο σκοπό του. Ν’ αφοπλίσει, χωρίς όρους, τον Ελληνικό Στρατό για χάρη και προς όφελος των Εγγλέζων.
Αυτή ήταν η απότομη στροφή των 360 μοιρών που είχε υποσχεθεί.
Η υπαναχώρηση έγινε την 1 του Δεκέμβρη. Οι αντιπρόσωποι του Λαού στην Κυβέρνηση αποχώρησαν και το ανακοίνωσαν στο Λαό. Ο Λαός εγκαταλείπει τα έργα του και κατεβαίνει στο δρόμο να ζητήσει το λόγο. Ο υψηλός βλάκας απαντάει με φωτιά. Δεν τον συγκινούσε η φωνή του Λαού. Κείνος άκουε μόνο τη «φωνή του Κυρίου του»..
Ο Λαός κατεβαίνει να θάψει τα θύματά του..
Ήταν μια κηδεία που οι ζωντανοί δε θα ξαναδούν άλλη.
Οι μεγάλες αρτηρίες της πρωτεύουσας πλημμύρισαν από τον οργισμένο Λαοχείμαρρο.
Με βήματα βουβά και ψυχή γιομάτη κοχλασμό ο λαός σταμάτησε πάνω απ’ τα 28 φέρετρα. Ήταν 28 κορμιά που έφυγαν απ’ ανάμεσά μας με έκπληκτα μάτια. Τα φέρετρα έκλειναν 28 στόματα που φώναξαν ως το θάνατο «Δικαιοσύνη!».. Και τώρα ξαπλωμένα διαμαρτύρονται δυνατότερα.
Η μάνα Αθήνα έσφιξε τα δόντια της, έδεσε σφιχτά τα μπόλια της και κατέβηκε να θάψει τα παιδιά της. Είχε μια θεϊκή λύπη. Χωρίς κοπετούς, χωρίς μαλιοτραβήγματα. Μοναχά οι αιώνιοι μύθοι μας μιλούν για τέτοια μητρικά πένθη. Μια ολόκληρη μέρα παρήλαυνε η Αθήνα απ’ τους δρόμους της. Ποτέ δεν ήταν τόσο μεγάλη! Ήταν ωχρή, αδέκαστη, αποφασισμένη.
Χρόνια τώρα είχε αποκάμει να μετράει τάφους. Όταν δεν μετανοιώνουν οι φονιάδες για τα κακουργήματά τους μετανοιώνουν οι δίκαιοι για την υπομονή τους.
Το πλήθος πήγαινε με ασάλευτα, σκληρά μάτια προς το κοιμητήρι. Πάνω απ’ το κεφάλι του σάλευαν σαν καπνοί τα μαύρα πανιά και ματωμένες παντιέρες. Τα πόδια αυτά, αυτά τα μυριάδες πόδια, ήταν αποφασισμένα όλα να μην τον ξανακάνουν αυτό το δρόμο!
Στις τρεις η ώρα ολόκληρη η Αθήνα γονάτισε. Ένα φαρδύ ματωμένο πανί συγκέντρωνε σε δυο γραμμές όλο το νόημα του όρκου και της απόφασης:
«ΟΤΑΝ ΕΝΑΣ ΛΑΟΣ ΒΡΙΣΚΕΤΑΙ ΜΠΡΟΣΤΑ ΣΤΟΝ ΚΙΝΔΥΝΟ ΤΗΣ ΤΥΡΑΝΝΙΑΣ ΔΙΑΛΕΓΕΙ: ΤΙΣ ΑΛΥΣΣΙΔΕΣ Η ΤΑ ΟΠΛΑ»
Ήταν σαν μια φωνή καφτερή και αμετάκλητη.
Ύστερα η πομπή τράβηξε για το κοιμητήρι. Η Αθήνα λυσίκομη ακολούθησε. Κι εκεί, πάνω απ’ το νωπό αίμα, πάνω απ’ το νωπό χώμα ο Λαός ορκίστηκε όρκο φοβερό: «Θάβω τους τελευταίους 28 μου νεκρούς. Ο 29ος θάναι ο φονιάς. Ή εγώ!».

